-
1 ισχύς
(-ύος) η1) потенция, потенциал, сила; мощь, мощность;οικονομική ισχύς — а) экономическая мощь; — б) экономический потенциал;
η πολιτική της ισχύος — политика с позиции силы;
στερεώνω την ισχύ — крепить мощь;
2) влияние, могущество;3) юр. действие, действительность; законность, сила;ισχύς του εγγράφου — сила, действительность документа;
τίθεμαι εν ισχύϊ — войти в силу;
η ισχ τού νόμου αρχίζει από... — закон вступает в силу с...;
θέτω σε ισχύ — вводить в действие (договор, соглашение);
αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;
4) физ. мощность;κινητήρας ( — или γεννήτρια) μεγάλης ισχύος — мощный двигатель;
ηλεκτροσταθμός ισχύος πεντακοσίων κιλοβάτ — электростанция мощностью в пятьсот киловатт
-
2 πυγμή
η1) кулак; 2) перен. крепкий кулак, крепкая волевая рука; сила, мощь;πολιτική της πυγμής — политика с позиции силы;
κυβέρνηση πυγμής — сильное правительство;
δεν έχω πυγμή — быть безвольным человеком
-
3 υπηρεσία
η1) служба, исполнение служебных обязанностей;στρατιωτική (κρατική) υπηρεσία — военная (государственная) служба;
στίς ώρες της υπηρεσίας — в служебное время;
μπαίνω στην υπηρεσία — поступать на службу;
αναλαμβάνω υπηρεσία — приступать к исполнению служебных обязанностей;
καλώ εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν — призывать на военную службу;
δυανύω ενεργόν υπηρεσίαν — находиться на действительной службе;
απολύομαι τής υπηρεσίας — быть уволенным со службы;
εκτελώ υπηρεσία — нести службу;
επαθε εν υπηρεσία — он пострадал при исполнении служебных обязанностей;
2) дежурство; наряд, вахта;έχω υπηρεσίαν — или είμαι της υπηρεσίας — дежурить, быть дежурным;
παραλαμβάνω (παραδίδω) υπηρεσίαν — принимать (сдавать) дежурство;
3) стаж (работы);έχω τριάντα χρόνια υπηρεσία — иметь тридцатилетний стаж работы;
συνεπλήρωσα τα έτη της υπηρεσίας — я заработал себе пенсию;
4) услуга;προσφέρω υπηρεσία — оказать услугу;
προσφέρω τίς υπηρεσίαες μου — предлагать свои услуги;
5) обслуживающий персонал; прислуга (собир.);6) ведомство; служба; учреждение;δημόσια υπηρεσία — государственное учреждение;
στρατιωτική (πολιτική) υπηρεσία — военное (гражданское) ведомство;
διπλωματική υπηρεσία — дипломатическая служба, дипслужба;
οικονομική υπηρεσία — финансовое ведомство; — финансовый орган;
ταχυδρομική υπηρεσία — почтовая служба, почтовое ведомство;
υγειονομική (τελωνιακή, μυστική) υπηρεσίαυπηρεσία — санитарная (таможенная, секретная) служба;
πυροσβεστική υπηρεσία — пожарная охрана;
μετεωρολογική υπηρεσία — служба (или бюро) погоды
-
4 ευεξια
ἥ хорошее состояние, сила, крепость, здоровье(τῶν σωμάτων Plat.; τῆς ψυχῆς Plat.; εὐ. καὴ καχεξία Plat., Arst.; εὐ. τῆς πολιτείας Xen. или πολιτική Arst.)
φιονῆς εὐ. Plut. — зычный голос;εὐ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς Polyb. — боеспособность -
5 θέση
[-ις (-εως)] η1) место;πιάνω θέση — занимать место;
αλλάζω θέση — пересаживаться;
βάζω κάτι στη θέση του — положить (поставить) что-л, на место;
όλες οι θέσεις είναι πιασμένες — все места заняты;
λάβετε θέσεις! — по местам!;
2) положение, расположение, местоположение;βάζω στην πρώτη θέση — выдвигать на первый план;
η θέση τού σπιτιού (της πόλης) — местоположение дома (города);
3) положение, состояние; ситуация;βρίσκομαι σε δύσκολη θέση — находиться в затруднительном, трудном положении;
4) прям., перен. позиция;πολιτική από θέσεως ισχύος — политика с позиции силы;
παίρνω θέση — высказываться, высказывать свою точку зрения;
παίρνω σωστή θέση — занимать правильную позицию;
ο εχθρός δυνάμωσε τίς θέσεις του — враг укрепил свои позиции;
αναθεωρώ τη θέση μου — пересматривать свою позицию;
5) долж- ность, место; положение;η κοινωνική θέση — социальное, общественное положение;
διορίζομαι σε καλή θέση — получить хорошее место;
τί θέση έχει; — какую должность он занимает?;
6) класс, разряд;βαγόνι δεύτερης θέσης — вагон второго класса;
7) положение, тезис;θέσεις της εισήγησης — тезисы доклада;
θεμελιώδεις θέσεις — основные положения;
8) постановка (вопроса); выдвижение (предложения);θέσ ζητήματος εμπιστοσύνης — постановка вопроса о доверии;
9) диссертация;§ έργο με θέση — социально направленное произведение;
είμαι σε θέση να... — быть в состоянии... (сделать что-л,);
δεν έχεις θέση εδώ — здесь тебе не место;
αυτό δεν έχει θέση εδώ — это здесь ни к чему;
τί θέση έχει αυτό εδώ; — причём здесь это?;
στη θέση μου (σου, του — и т. д.) на моём (твоём, его и т. п.) месте;
βάζω κάποιον στη θέση του — поставить кого-л. на своё место;
θέσει μακρά συλλαβή — грам, долгий слог по положению
-
6 στρατηγια
ион. στρᾰτηγίη ἥ2) ( в Риме) претура Plut.σ. πολιτική Plut. = лат. praetura urbana
3) руководство военными действиями(ἐν τῇ πρὸς Μεγαρέας γενομένῃ στρατηγίῃ εὐδοκιμήσας, sc. Πεισίστρατος Her.)
5) стратегическое искусство, стратегия Xen., Plat. -
7 ανατολικές
η, ό[ν] восточный;άνεμος ανατολικές — восточный ветер;
ανατολικέςό ημισφαίριο — восточное полушарие;
ανατολικέςή πολιτική τού (της)... — восточная политика такого-то;
τό παράθυρο μου είναι ανατολικέςο — моё окно выходит на восток;
§ ανατολικέςό
ζήτημα — хлопотливое, трудное, важное дело -
8 ελάσσων
(-όνος), ων, ον меньший;ελάσσων όρος συλλογισμού — лог. меньшая посылка силлогизма;
ελάσσων πρότασις — лог. малая посылка;
η πολιτική (τακτική) της ελάσονος αντιστάσεως — политика (тактика) наименьшего сопротивления
-
9 εξοφλώ
(ε) 1. μετ.1) погасить, оплатить;εξοφλώ τα χρέη μου — оплатить долги;
2) выполнять, исполнять (обещание, требование и т. п.);2. αμετ. 1) прям., перен. расплатиться, рассчитаться, расквитаться; εξώφλησα με τα χρέη μου я расплатился с долгами;εξοφλώ τούς λογαριασμούς μου με κάποιον — расквитаться, свести счёты с кем-л.;
2) распроститься, покончить (с чём-л.); порвать (с кем-л.);εξώφλησα με την ποίηση (πολιτική) я покончил с поэзией (политикой); εξώφλησα μαζί της я с ней порвал -
10 μάστορας
См. также в других словарях:
πολιτική — η 1. η τέχνη να κυβερνάς ένα κράτος: Η πολιτική θέλει έμπειρους πολιτικούς. 2. ο τρόπος χειρισμού κρατικών υποθέσεων, αλλ. πρόγραμμα: Συζητήθηκε στη βουλή η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. 3. επιτήδεια ενέργεια ή συμπεριφορά: Στις σχέσεις με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτική — Στην κοινή γλώσσα η λέξη π. έχει δύο έννοιες: μια γενική και μια ειδική. Στη γενική της έννοια σημαίνει, περίπου, γραμμή συμπεριφοράς, και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις μορφές ενέργειας ενός ή πολλών ανθρώπων, κατά σχετικά σταθερό τρόπο,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
περιβολής, έριδα της- — Έτσι είναι γνωστή στην ευρωπαϊκή ιστορία η μακρόχρονη και οξύτατη πολιτικοθρησκευτική σύγκρουση ανάμεσα στον πάπα και στον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έριδα κράτησε από το 1075 ώς το 1122 και είχε ως αφορμή την απόπειρα του… … Dictionary of Greek
Χουάν - Χοσέ της Αυστρίας, δον- — (Don Juan Josι de Austria, Μαδρίτη 1629 – 1679). Ισπανός πρίγκιπας, πολιτικός και στρατιωτικός, νόθος γιος του Φιλίππου Δ’ της Ισπανίας, άσχετος προς τον νικητή της Ναυπάκτου, αλλά αποκαλούνταν (για τις επιτυχίες του σε πολεμικά μέτωπα της… … Dictionary of Greek
Μοντεσκιέ, Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρόνος της Λα Μπρεντ και του- — (Charles Louis de Secondat, baron de La Brent et de Montesquieu, Λα Μπρεντ, Μπορντό 1869 – Παρίσι 1755). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας δοκιμίων από τους επιφανέστερους εκπρόσωπους του Διαφωτισμού. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έκανε… … Dictionary of Greek
Άλμπα, Φερδινάνδος Αλβαρέθ του Τολέδο δούκας της, — (duque de Alba, Fernando Alvarez de Toledo, Πιεντραχίτα, Άβιλα 1508 – Λισαβόνα 1582). Ισπανός πολιτικός και στρατηγός. Η μορφή του είναι στενά συνδεδεμένη με την πολιτική, το περιβάλλον και το πρόσωπο του Φιλίππου B’ της Ισπανίας, του οποίου… … Dictionary of Greek
πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek